“Ο απόλυτα homo economicus είναι ένα πλάσμα του υποπροϊόντος μιας ολοφάνερα εκφυλιστικής εξειδίκευσης . Έτσι σε κάθε κανονικό πολιτισμό ένας απόλυτα οικονομικός άνθρωπος, δηλαδή κάποιος που βλέπει την οικονομία όχι σαν σύστημα μέσων αλλά αντιθέτως σαν σύστημα σκοπών στους οποίους αφιερώνει τις κύριες δραστηριότητες του, θεωρείτο πάντοτε δικαίως σαν άνθρωπος χαμηλότερης κοινωνικής προέλευσης, χαμηλότερης από πνευματικής άποψης και επιπλέον από κοινωνικής ή πολιτικής .”
“…Εξέτασα προηγουμένως την αναλογία που υπάρχει μεταξύ του ατόμου και της συλλογικής οντότητας, και τον σωστό τρόπο που αυτή η αναλογία εναρμονιζότανε στην αρχαιότητα. Επεσήμανα επίσης ότι στην σύγχρονη εποχή η κοινωνικοπολιτική οργάνωση υποβαθμίσθηκε, από το επίπεδο όπου το ζωικό, υλιστικό τμήμα ήταν υποταγμένο σε υψηλότερες εξουσίες, δυνάμεις και στόχους, στο επίπεδο όπου η ανώτερη διάσταση στερείται, ή ακόμη χειρότερα, μέσω μιας αντιστροφής, καθαιρείται και υποτάσσεται σε κατώτερες λειτουργίες, οι οποίες στο απλό άτομο αντιστοιχούν μόνο στο φυσικό επίπεδο. Το αντίστοιχο αυτού στο κράτος είναι η οικονομία . Θα εξετάσω τώρα το εν λόγω φαινόμενο κάτω από το πρίσμα της συγκεκριμένης άποψης.
Η θέση του Sombart ότι ζούμε στην εποχή της οικονομίας εκφράζει με έναν ακριβή τρόπο την προαναφερθείσα ανωμαλία. Αναφέρεται, πρώτα από όλα, στον γενικό τύπο ενός ολόκληρου πολιτισμού. Όλες οι εξωτερικές όψεις της δύναμης και της τεχνικό-βιομηχανικής προόδου του σύγχρονου πολιτισμού δεν μειώνουν τον περίπλοκο χαρακτήρα της, αλλά μάλλον εξαρτώνται από αυτήν, διότι όλη η φαινομενική «πρόοδος» έχει πραγματοποιηθεί σχεδόν αποκλειστικά με όρους οικονομικής επιρροής, σε τέτοιο βαθμό που αυτή η επιρροή να επισκιάζει όλες τις άλλες . Στην εποχή μας είναι λογικό να μιλάμε για μία δαιμονική φύση της οικονομίας, γιατί και στην ατομική και συλλογική ζωή ο οικονομικός παράγοντας είναι ο πλέον σημαντικός, πραγματικός και καθοριστικός . Επιπλέον, η τάση να κατευθύνεται κάθε αξία και ενδιαφέρον στο οικονομικό και παραγωγικό πεδίο, δεν γίνεται αντιληπτή από τον Δυτικό άνθρωπο σαν μία πρωτοφανής παρεκτροπή αλλά σαν κάτι φυσιολογικό και κανονικό, όχι σαν μία αναπότρεπτη ανάγκη αλλά σαν κάτι το οποίο πρέπει να γίνεται αποδεκτό, επιθυμητό, κάτι που πρέπει να αναπτύσσεται και να δοξάζεται.Όπως ανέφερα προηγουμένως, όταν τα προνόμια και η πρωτοκαθεδρία των αξιών που είναι ανώτερες αυτών του κοινωνικο-οικονομικού πεδίου δεν υποστηρίζονται, δεν υπάρχει ιεραρχία, και αν ακόμη υπάρχει κάποια, είναι κίβδηλη. Αυτό αληθεύει επίσης όταν μία ανώτερη αρχή δεν είναι εναρμονισμένη με τις αξίες και τα συμφέροντα που αντιπροσωπεύουν και υπερασπίζονται άτομα, ομάδες και φορείς .
Σε αυτήν την περίπτωση, μία οικονομική εποχή είναι ήδη εξ ορισμού μία βασικά αναρχική και αντιιεραρχική εποχή, αντιπροσωπεύοντας μία ανατροπή της φυσικής τάξης . Η υλιστικοποίηση και η έλλειψη ψυχής όλων των πεδίων της ζωής που την χαρακτηρίζουν αφαιρούν κάθε ανώτερο νόημα από όλα τα προβλήματα και τις συγκρούσεις που θεωρούνται σημαντικά στο εσωτερικό της .
Αυτός ο ανατρεπτικός χαρακτήρας υπάρχει και στον Μαρξισμό και στην φαινομενική του νέμεση, τον σύγχρονο καπιταλισμό. Κατά συνέπεια είναι παράλογο και αξιοθρήνητο για αυτούς που παριστάνουν ότι αντιπροσωπεύουν την πολιτική «Δεξιά» να μην μπορούν να φύγουν από τον μικρό, σκοτεινό κύκλο που καθορίζεται από την δαιμονική δύναμη της οικονομίας, ένα κύκλο που περιλαμβάνει καπιταλισμό, Μαρξισμό και όλες τις ενδιάμεσες οικονομικές βαθμίδες .
Αυτό θα πρέπει να υποστηρίζεται σθεναρά από αυτούς που παίρνουν θέση σήμερα εναντίον των δυνάμεων της Αριστεράς . Τίποτα δεν είναι πιο προφανές από το ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι το ίδιο ανατρεπτικός όσο και ο Μαρξισμός .
Η υλιστική άποψη της ζωής στην οποία και τα δύο συστήματα βασίζονται είναι πανομοιότυπη. Και των δύο τα ιδεώδη είναι ποιοτικά ίδια, οι αρχές τους συνδέονται με έναν κόσμο του οποίου το κέντρο είναι η τεχνολογία, επιστήμη, παραγωγή, «παραγωγικότητα» και «κατανάλωση». Και όσο μιλάμε μόνο για οικονομικές τάξεις, κέρδος, μισθούς και παραγωγή, και όσο πιστεύουμε ότι η πραγματική ανθρώπινη πρόοδος καθορίζεται από ένα συγκεκριμένο σύστημα διανομής του πλούτου και των αγαθών, και ότι, γενικά μιλώντας, η ανθρώπινη πρόοδος μετράται από τον βαθμό του πλούτου ή της φτώχειας, τότε είμαστε πολύ μακριά από αυτό που είναι ουσιώδες, ακόμη και αν νέες θεωρίες, πέρα από Μαρξισμό και καπιταλισμό, διατυπωθούν.
Η αφετηρία αντιθέτως πρέπει να είναι η ολοκληρωτική απόρριψη της αρχής που διατυπώθηκε από τον μαρξισμό και η οποία συνοψίζει την παγκόσμια ανατροπή σήμερα: Η οικονομία είναι η μοίρα μας .
Πρέπει να διακηρύξουμε με ένα ασυμβίβαστο τρόπο ότι σε ένα κανονικό πολιτισμό η οικονομία και τα οικονομικά συμφέροντα-εννοούμενα σαν υλικές ανάγκες καθώς και τα λίγο ή πολύ τεχνητά συμπληρώματά τους – πάντα είχαν και πάντα θα έχουν μια δευτερεύουσα λειτουργία.
Πρέπει επίσης να υποστηρίξουμε ότι πάνω από την οικονομική σφαίρα είναι ανάγκη να εκδηλώνεται μία τάξη ανώτερων πολιτικών, πνευματικών και ηρωικών αξιών, ένα σύστημα που ούτε θα ξεχωρίζει ούτε θα ανέχεται οικονομικές τάξεις και δεν θα γνωρίζει τον διχασμό μεταξύ «καπιταλιστών» και «προλεταρίων». Ένα σύστημα αποκλειστικά με όρους οι οποίοι θα καθορίζουν τα πράγματα που αξίζει να ζήσεις ή να πεθάνεις για αυτά.
Επίσης την ανάγκη για αληθινή ιεραρχία και για διαφορετικά αξιώματα, με μία ανώτερη λειτουργία ισχύος στην κορυφή, δηλαδή το imperium.
Αλλά πού διεξάγεται η μάχη σήμερα με αυτούς τους όρους; Το «κοινωνικό ζήτημα» και διάφορα «πολιτικά προβλήματα» όλο και περισσότερο χάνουν κάθε ανώτερο νόημα, και καθορίζονται στην βάση των πιο πρωτόγονων όρων της φυσικής ύπαρξης, όρων που κατόπιν αυτονομούνται και εκκενώνονται από κάθε ανώτερη σημασία. Η ιδέα της δικαιοσύνης μειώνεται σε αυτό ή εκείνο το σύστημα διανομής των οικονομικών αγαθών, η ιδέα του πολιτισμού μετριέται κυρίως από τα προϊόντα και η προσοχή των ανθρώπων εστιάζεται σε θέματα όπως η παραγωγή, εργασία, παραγωγικότητα, οικονομικές τάξεις, μισθοί, ιδιωτική ή δημόσια περιουσία, εκμετάλλευση των εργαζομένων, και ειδικές διεκδικήσεις ομάδων.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του καπιταλισμού και του Μαρξισμού, οτιδήποτε υπάρχει θεωρείται σαν «κοινωνικός θεσμός» και σαν παράγωγο. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης οικονομίας τείνουν να μην είναι τόσο δραστικοί, αν και το κριτήριο και το ενδιαφέρον τους παραμένει πάντα η οικονομία.
Όλα αυτά είναι απόδειξη της αληθινής παθολογίας του πολιτισμού μας . Ο οικονομικός παράγοντας ασκεί μία ύπνωση και μία τυραννία στον σύγχρονο άνθρωπο. Και όπως συχνά συμβαίνει στη ύπνωση, αυτό στο οποίο το μυαλό εστιάζει καθίσταται αληθινό. Ο σύγχρονος άνθρωπος κάνει δυνατό αυτό που κάθε φυσιολογικός και πλήρης πολιτισμός θεωρούσε πάντοτε σαν εκτροπή ή σαν ένα κακό αστείο, δηλαδή ότι η οικονομία και το κοινωνικό πρόβλημα με οικονομικούς όρους είναι το πεπρωμένο μας .΄Έτσι με σκοπό να διατυπώσουμε μία νέα αρχή, αυτό που είναι αναγκαίο δεν είναι να αντιπαραθέσουμε μία καινούργια οικονομική φόρμουλα, αλλά να αλλάξουμε ριζικά την νοοτροπία, να απορρίψουμε χωρίς συμβιβασμό τις υλιστικές απόψεις βάσει των οποίων ο οικονομικός παράγοντας θεωρείται απόλυτος .
Αυτό που πρέπει να αμφισβητηθεί δεν είναι η αξία αυτού ή εκείνου του οικονομικού συστήματος, αλλά η αξία της οικονομίας της ίδιας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και Μαρξισμού κυριαρχεί στην εποχή μας, πρέπει να θεωρείται σαν μία φευδοαντίθεση. Στις ελεύθερες οικονομίες όπως και στις Μαρξιστικές ο μύθος της παραγωγής και τα παράγωγα της (π.χ. τυποποίηση, μονοπώλια, καρτέλ, τεχνοκρατία) από υποκείμενα στην «ηγεμονία» της οικονομίας εξελίχθηκαν σε πρωτεύοντες παράγοντες στους οποίους στηρίζονται οι υλιστικές συνθήκες της ύπαρξης. Και τα δύο συστήματα θεωρούν σαν «οπισθοδρομικούς» ή «υποανάπτυκτους» εκείνους τους πολιτισμούς που δεν «βασίζονται στην εργασία και την παραγωγή», δηλαδή αυτούς τους πολιτισμούς που, ευτυχώς για αυτούς, δεν έχουν παγιδευτεί ακόμα στην πυρετώδη βιομηχανική εκμετάλλευση όλων των φυσικών πόρων, την κοινωνική και παραγωγική υποδούλωση όλων των ανθρώπινων δυνατοτήτων, και τον εκθειασμό των τεχνικών και βιομηχανικών προτύπων . Με άλλα λόγια, αυτούς τους πολιτισμούς που ακόμη απολαμβάνουν έναν ιδιαίτερο χώρο και μία σχετική ελευθερία.
Έτσι η πραγματική αντίθεση δεν είναι μεταξύ καπιταλισμού και Μαρξισμού, αλλά με ένα σύστημα στο οποίο η οικονομία υπόκειται σε παράγοντες πάνω από την ίδια, μέσα σε μία ευρύτερη και πιο ολοκληρωμένη τάξη, τέτοια που να παρέχει ένα πιο βαθύ νόημα στην ανθρώπινη ζωή και να ευνοεί την ανάπτυξη των ανώτερων δυνατοτήτων της. Αυτή είναι η πρόταση για μία αληθινά παλινορθωτική αντίδραση, πέρα από «Αριστερά» και «Δεξιά», πέρα από τις καπιταλιστικές καταχρήσεις και την Μαρξιστική ανατροπή . Οι αναγκαίες συνθήκες είναι, μία εσωτερική αποτοξίνωση, μία επιστροφή στην κανονικότητα («κανονικότητα» με την ανώτερη έννοια της) και μία ανανεωμένη ικανότητα στην διάκριση ευτελών και ανώτερων ενδιαφερόντων. Καμία εξωτερική επέμβαση δεν μπορεί να βοηθήσει . Κάθε εξωτερική δράση στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να συνοδεύει αυτή την διαδικασία .
Με σκοπό να επιλύσουμε το πρόβλημα, είναι ανάγκη πρώτα από όλα, να απορρίψουμε την «ουδέτερη» ερμηνεία του οικονομικού φαινομένου που αρμόζει στην αποκλίνουσα κοινωνιολογία. Η καθεαυτό οικονομική ζωή έχει σώμα και ψυχή και εσωτερικοί ηθικοί παράγοντες έχουν καθορίσει πάντοτε το νόημα και το πνεύμα της. Αυτό το πνεύμα, όπως ξεκάθαρα έχει δείξει ο Σόμπαρτ, πρέπει να διαφοροποιείται από τις διάφορες μορφές παραγωγής, διανομής και οργάνωσης οικονομικών αγαθών, μπορεί δε να ποικίλλει εξαρτώμενο από ατομικές περιπτώσεις και να δίνει στον οικονομικό παράγοντα ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο και νόημα.
Ο απόλυτα homo oeconomicus είναι ένα πλάσμα του υποπροϊόντος μιας ολοφάνερα εκφυλιστικής εξειδίκευσης . Έτσι σε κάθε κανονικό πολιτισμό ένας απόλυτα οικονομικός άνθρωπος, δηλαδή κάποιος που βλέπει την οικονομία όχι σαν σύστημα μέσων αλλά αντιθέτως σαν σύστημα σκοπών στους οποίους αφιερώνει τις κύριες δραστηριότητες του, θεωρείτο πάντοτε δικαίως σαν άνθρωπος χαμηλότερης κοινωνικής προέλευσης, χαμηλότερης από πνευματικής άποψης και επιπλέον από κοινωνικής ή πολιτικής . Κατ’ ουσία, είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, να επανακτήσουμε την φυσική εξάρτηση του οικονομικού παράγοντα από εσωτερικούς, ηθικούς συντελεστές και να επενεργήσουμε πάνω τους.Εφόσον αυτό γίνει παραδεκτό, θα είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τις βαθύτερες αιτίες στον σύγχρονο κόσμο (που έχουν την οικονομία σαν κοινό παρανομαστή τους) που εμποδίζουν κάθε λύση η οποία δεν οδηγεί σε πτώση σε ένα κατώτερο επίπεδο.
Έχω αναφέρει προηγουμένως ότι την εξέγερση των μαζών την προκάλεσε κυρίως το γεγονός ότι κάθε κοινωνική διαφορά συρρικνώθηκε σε διαφορά μεταξύ οικονομικών τάξεων καθώς επίσης ότι κάτω από την επιρροή του αντιπαραδοσιακού φιλελευθερισμού, ιδιοκτησία και περιουσία, αποκομμένες από κάθε δεσμό ή ανώτερη έννοια, έγιναν τα μόνα κριτήρια κοινωνικών διαφορών. Εντούτοις, πέραν των αυστηρών περιορισμών που είχαν εγκαθιδρυθεί μέσα στο γενικά ιεραρχικό σύστημα που υπήρχε πριν από την άνοδο της οικονομίας, η ανωτερότητα και το δικαίωμα μίας τάξης σαν απλώς οικονομικής τάξης δικαίως αμφισβητoύνταν στο όνομα στοιχειωδών ανθρωπίνων αξιών. Και ήταν ακριβώς σε αυτό το σημείο που επικεντρώθηκε η ανατρεπτική ιδεολογία, καθιστώντας μία ανώμαλη και εκφυλιστική κατάσταση απόλυτα κυρίαρχη και δρώντας σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο προηγουμένως ή να μπορούσε να υπάρξει έξω από οικονομικές τάξεις ή πέραν από εξωτερικές και άδικες κοινωνικές συνθήκες που καθορίζονται μόνο από τον πλούτο.
Όμως, όλα αυτά είναι λάθος, εφόσον αυτή η κατάσταση μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο μέσα σε μία ακρωτηριασμένη κοινωνία, διότι μόνο εκεί θα μπορούσαν να ορισθούν οι έννοιες του «καπιταλίστα» και του «προλετάριου». Αυτές οι έννοιες στερούνται κάθε θεμελίωσης σε έναν κανονικό πολιτισμό, διότι εκεί διαμορφώνονται υπεροικονομικές αξίες που περιγράφουν τους αντίστοιχους ανθρώπινους τύπους σαν κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτούς που σήμερα κατηγοριοποιούνται σαν «καπιταλίστας» ή «προλετάριος». Ακόμα και στο πεδίο της οικονομίας ένας κανονικός πολιτισμός παρέχει συγκεκριμένη νομιμοποίηση για ιδιαίτερες διαφορές στην κοινωνική θέση, στο αξίωμα και στην εργασία .
Επιπλέον, στο σύγχρονο χάος είναι επίσης αναγκαίο να αναγνωρίσουμε τι δημιουργήθηκε από την ιδεολογική μόλυνση. Δεν είναι εντελώς σωστό να πούμε ότι ο Μαρξισμός δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε διότι υπήρχε ένα πραγματικό κοινωνικό ζήτημα που έπρεπε να διευθετηθεί (στην καλύτερη περίπτωση αυτό μπορεί να ισχύει στην περίπτωση κατά την διάρκεια των πρώιμων σταδίων της βιομηχανικής επανάστασης) . Το αντίθετο είναι αλήθεια, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος του το κοινωνικό πρόβλημα κέρδισε την προτεραιότητα στον σύγχρονο κόσμο μόνο σαν αποτέλεσμα της παρουσίας του Μαρξισμού. Αναδείχθηκε τεχνητά μέσω της συντονισμένης προσπάθειας των υποκινητών, που ανέλαβαν να «αναζωπυρώσουν την ταξική συνείδηση». Ο Λένιν δεν ανέθεσε στο Κομμουνιστικό κόμμα μόνο το έργο να υποστηρίζει τα «εργατικά κινήματα» όπου αυτά εκδηλώνονταν αυθόρμητα, αλλά κατά μείζονα λόγο να τα δημιουργεί και να τα οργανώνει οπουδήποτε και με κάθε μέσον . Ο Μαρξισμός έδωσε αφορμή για προλεταριακή και ταξική νοοτροπία εκεί που πριν δεν είχε πραγματική υπόσταση, διεγείροντας και δημιουργώντας δυσαρέσκεια και απογοήτευση σε αυτές τις κοινωνίες όπου τα άτομα ζούσαν ακόμα στη θέση που τους είχε κατανεμηθεί από την ζωή. Σε αυτές τις κοινωνίες το άτομο διατηρούσε τις προσδοκίες του σε φυσικά όρια . Δεν λαχταρούσε να γίνει διαφορετικό από αυτό που ήταν και έτσι ήταν αθώο από την Entfremdung (αλλοτρίωση) που επικρίνει ο Μαρξισμός . Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Μαρξισμός προτείνει για να υπερνικηθεί αυτή η αλλοτρίωση κάτι χειρότερο, δηλαδή την «ενσωμάτωση» (θα λέγαμε την διάλυση) του ατόμου σε μία συλλογική οντότητα (δηλ. τον «λαό» ή το «κόμμα» ).
Δεν υιοθετώ ένα «σκοταδισμό» προς όφελος των «κυρίαρχων τάξεων». Όπως έχω δηλώσει προηγουμένως, αμφισβητώ την ανωτερότητα και τα δικαιώματα μίας καθαρά οικονομικής τάξης που ζει με έναν υλιστικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη να εναντιωθούμε στην ιδέα ή στον μύθο της καλούμενης κοινωνικής προόδου, η οποία είναι άλλη μία από τις πολλές παθολογικές προκαταλήψεις της οικονομικής εποχής γενικά, και όχι μόνο το κληροδότημα των αριστερών κινημάτων.
Υπ` αυτή την έννοια, οι εσχατολογικές απόψεις του Μαρξισμού δεν διαφέρουν πολύ από τις «Δυτικές» απόψεις της οικονομικής ευημερίας .
Και οι δύο Weltanschauungen (κοσμοθεωρίες) στην ουσία συμπίπτουν, όπως συμπίπτουν και οι πρακτικές τους εφαρμογές. Και στον Μαρξισμό και στις ελεύθερες οικονομίες βρίσκουμε την ίδια υλιστική, αντιπολιτική και κοινωνική αντίληψη που διαχωρίζει την κοινωνική τάξη πραγμάτων και τον λαό από κάθε υψηλότερη τάξη και σκοπό, θέτοντας ότι είναι «χρήσιμο» σαν την μοναδική επιδίωξη (εννοούμενο με μία φυσική, παθητική και γήινη σημασία). Μετατρέποντας το «χρήσιμο» σε κριτήριο προόδου, οι αξίες που χαρακτηρίζουν μία παραδοσιακή δομή αντιστρέφονται. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το δίκαιο και οι αιτίες για αυτές τις δομές υπήρχαν πάντα σε σχέση με κάτι που βρίσκεται υπεράνω του ανθρώπου και υπεράνω της οικονομίας, του πλούτου και της φτώχειας, που είχαν μόνο μια δευτερεύουσα σημασία . Έτσι δικαιολογημένα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αποκαλούμενη πρόοδος των κοινωνικών συνθηκών μπορεί να θεωρηθεί κακή, εφόσον το τίμημα είναι η υποδούλωση του ατόμου στον παραγωγικό μηχανισμό και στην άμορφη μάζα, τον εκφυλισμό του Κράτους σε «Κράτος βασισμένο στην εργασία», της κοινωνίας σε «καταναλωτική κοινωνία», την εξάλειψη κάθε ποιοτικής ιεραρχίας και τον μαρασμό κάθε πνευματικής ευαισθησίας και κάθε «ηρωικής» στάσης . Ο Hegel έγραψε ότι «Ευτυχία δεν βρίσκεται στην ιστορία του κόσμου (με την έννοια της υλικής άνεσης και κοινωνικής ευημερίας ), ακόμα και κάποιες ευτυχισμένες περίοδοι που βρίσκονται εδώ και εκεί είναι σαν λευκές σελίδες» Αλλά ακόμη και σε ατομικό επίπεδο, οι ποιότητες που μετράνε περισσότερο σε έναν άνδρα και τον κάνουν αυτό που είναι, αναδύονται συχνά σε σκληρές περιστάσεις και ίσως ακόμα σε συνθήκες ανέχειας και αδικίας, καθόσον αντιπροσωπεύουν μία πρόκληση για αυτόν, δοκιμάζοντας το πνεύμα του. Οποία λυπηρή αντίθεση έχουμε όταν το ανθρώπινο πλάσμα απολαμβάνει όλες τις απολαύσεις, σε μία ευτυχία νωθρή που αποκοιμίζει τον νου, μία εύκολη και άνετη ζωή γεμάτη από μηχανήματα, προγράμματα ραδιοφώνου και τηλεόρασης επιπέδου Hollywood, γήπεδα αθλημάτων και λαϊκή κουλτούρα επιπέδου Reader’s Digest.
Επαναλαμβάνω ότι, πνευματικές αξίες και οι ανώτερες βαθμίδες της ανθρώπινης τελειότητας δεν έχουν σχέση είτε με την παρουσία ή την απουσία της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας . Η αντίληψη ότι η ανέχεια είναι πάντα μία πηγή αθλιότητας και φαυλότητας και ότι οι «προηγμένες» κοινωνικές συνθήκες αντιπροσωπεύουν το αντίθετο, είναι ένα παραμύθι των υλιστικών ιδεολογιών, που αυτοδιαψεύδονται όταν υποστηρίζουν τον άλλο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι «καλοί» είναι με την πλευρά του λαού και των καταπιεσμένων εργαζομένων και όλοι οι «κακοί» βρίσκονται με την πλευρά των πλουσίων τάξεων οι οποίες είναι διεφθαρμένες και εκμεταλλεύτριες . Και τα δύο είναι παραμύθια.
Στην πραγματικότητα οι αληθινές αξίες δεν έχουν αναγκαία σχέση με καλύτερες ή χειρότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες . Μόνο όταν αυτές οι αξίες τοποθετούνται στην πρώτη γραμμή είναι πιθανό να προσεγγίσουμε ένα σύστημα αποτελεσματικής δικαιοσύνης, ακόμα και στο υλικό επίπεδο.
Μεταξύ αυτών των αξιών είναι : το να είσαι ο εαυτός σου, η διαμόρφωση μιας ενεργής αποπροσωποποίησης, η αγάπη της πειθαρχίας και γενικά μία ηρωικής στάσης απέναντι στη ζωή. Κόντρα σε όλες τις μορφές δυσαρέσκειας και κοινωνικού ανταγωνισμού, κάθε άτομο πρέπει να παραδέχεται και να αγαπά την θέση στην ζωή που ανταποκρίνεται περισσότερο στην φύση του, αναγνωρίζοντας έτσι τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να αναπτύξει το δυναμικό του. Θα πρέπει να δίνει ένα οργανικό νόημα στην ζωή του και να πετυχαίνει την τελειοποίηση του, εφόσον ένας τεχνίτης που εξασκεί σωστά την τέχνη του είναι σίγουρα ανώτερος από ένα βασιλιά που δεν ζει σύμφωνα με το αξίωμα του. Μόνο όταν τέτοιοι παράγοντες έχουν βαρύτητα, θα επιτύχουν οι μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο, και θα εφαρμοσθούν χωρίς αρνητικές συνέπειες, δίκαια, χωρίς να παρερμηνεύεται το ουσιώδες με το επιπρόσθετο. Αν δεν υπάρξει μία ιδεολογική αποτοξίνωση και μία αλλαγή νοοτροπίας κάθε αλλαγή θα είναι επιφανειακή και θα αποτυγχάνει να αγγίξει τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας, προς όφελος των δυνάμεων της εκτροπής.
Έχει αναφερθεί ότι σε μια μη Ευρωπαϊκή χώρα, που μπορεί να είναι υπερήφανη για την αρχαία και πλούσια ιστορία της, μία Αμερικανική εταιρία έχοντας αντιληφθεί την μειωμένη όρεξη για εργασία των ντόπιων που είχαν προσληφθεί για ένα συγκεκριμένο έργο, θεώρησε ότι ο σωστός τρόπος για να τους παρακινήσει ήταν να διπλασιάσει τον μισθό τους . Το αποτέλεσμα ήταν ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων μείωσαν τις ώρες που δούλευαν στο μισό. Πιστεύοντας ότι ο αρχικός μισθός ήταν αρκετός για να ικανοποιήσει τις φυσικές και κανονικές ανάγκες τους, οι άνθρωποι θεώρησαν ανοησία να δαπανούν περισσότερο χρόνο από τον αναγκαίο για να κερδίσουν παραπάνω. Έχει επίσης γραφεί ότι ο Ρενάν αφού επισκέφθηκε μία βιομηχανική έκθεση, φεύγοντας είπε: «Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα στην ζωή που μπορώ τέλεια να ζήσω χωρίς αυτά».
Συγκρίνετε αυτές τις δύο θέσεις με τον σύγχρονο Σταχανοβισμό, τον οικονομικό «ακτιβισμό», «τον πολιτισμό της αφθονίας», την «καταναλωτική κοινωνία» και τις εφαρμογές της. Αυτά τα δύο παραδείγματα καλύτερα από οποιαδήποτε θεωρία, μας δίνουν τα κριτήρια για να διακρίνουμε μεταξύ δύο θεμελιωδών νοοτροπιών , της πρώτης υγιούς και φυσικής, της δεύτερης αποκλίνουσας και παθολογικής.
Στην περίπτωση της πρώτης ιστορίας, κάποιος μπορεί να επικαλεσθεί την συνηθισμένη προκατάληψη για την υποτιθέμενη τεμπελιά ή νωθρότητα φυλών που δεν είναι τόσο «δυναμικές» και «προσανατολισμένες στον στόχο» όσο οι Δυτικές .
Τέτοιες συγκρίσεις είναι τεχνητές και μονομερείς . Στην πραγματικότητα, είναι αρκετό να απομακρυνθούμε από την ιδέα του «σύγχρονου πολιτισμού» (ο οποίος δεν είναι πλέον αποκλειστικά «δυτικός)» για να βρούμε ακόμα και εδώ, στην Ιταλία, την ίδια αντίληψη ζωής, ίδια εσωτερική στάση απέναντι στο κέρδος και την εργασία.
Πριν από την εμφάνιση στην Ευρώπη αυτού που τα κείμενα αποκαλούν «εμποροκρατική οικονομία» (ο όρος είναι πολύ κατάλληλος , επειδή περιγράφει το ύφος που χαρακτηρίζει το σύνολο της οικονομίας από τις φιγούρες του έμπορα και του τοκογλύφου), από την οποία αναπτύχθηκε γρήγορα ο καπιταλισμός , το βασικό κριτήριο της οικονομίας ήταν ότι η απόκτηση των υλικών αγαθών έπρεπε να είναι περιορισμένη και ότι η εργασία και η αναζήτηση του κέρδους ήταν δικαιολογημένη μόνο για να αποκτηθεί ένα επίπεδο ευμάρειας που αντιστοιχούσε στο επίπεδο κάποιου στη ζωή. Αυτή ήτανε η άποψη του Θωμισμού και αργότερα του Λουθηρανισμού.
Η αρχαία συντεχνιακή δεοντολογία συμμερίζεται αυτή την προοπτική. Σύμφωνα με αυτήν δινότανε προτεραιότητα στις αξίες της προσωπικότητας και της ποιότητας ενώ η ένταση της εργασίας ήταν πάντοτε σε σχέση με ένα συγκεκριμένο επίπεδο φυσικών αναγκών και ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Η θεμελιώδης ιδέα ήταν ότι η εργασία δεν έπρεπε να περιορίζει τον άνθρωπο αλλά να τον απελευθερώνει και να του επιτρέπει την αναζήτηση πιο αξιόλογων ενδιαφερόντων , όταν οι απαιτήσεις της ζωής είχαν ικανοποιηθεί. Καμία οικονομική αξία δεν ήταν τόσο ελκυστική ώστε να θυσιάσει κάποιος για αυτή την ανεξαρτησία του , ούτε το κυνήγι των μέσων διαβίωσης θεωρείτο ότι άξιζε να σπαταλήσει κάποιος ολόκληρη την ζωή του. Γενικά, επικρατούσε η προαναφερθείσα αλήθεια, ότι η ανθρώπινη πρόοδος πρέπει να ορίζεται όχι βάσει ενός οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου, αλλά αντιθέτως από ένα εσωτερικό επίπεδο. Με άλλα λόγια , η πρόοδος δεν συνίσταται στο να αφήνεις πίσω την κοινωνική σου θέση «για να γίνεις επιτυχημένος», ή να δουλεύεις παραπάνω για να κερδίσεις μια θέση για την οποία δεν έχεις τα προσόντα. . Σε ένα ανώτερο επίπεδο , η διατύπωση substine et abstine (άντεχε και μείνε ακλόνητος) ήταν ένα αξίωμα σοφίας που αντηχούσε στον κλασσικό κόσμο. Μια από τις πιθανές ερμηνείες του Δελφικού ρητού «Μηδέν άγαν» μπορεί επίσης να συμπεριληφθεί σε αυτή την τάξη των στοχασμών.
Επομένως, όλες αυτές ήταν Δυτικές απόψεις επίσης. Ήταν οι απόψεις του Ευρωπαίου ανθρώπου όταν ήταν ακόμα υγιής, προτού ακόμα τον δαγκώσει η ταραντούλα , τρόπος του λέγειν, ή προτού ακόμα καταληφθεί από μια παράλογη διαρκή κίνηση που προορίζονταν να διαστρεβλώσει κάθε πρότυπο αξίας και να οδηγήσει στον παροξυσμό του σύγχρονου πολιτισμού. Η «δαιμονική φύση της οικονομίας» αναπτύχθηκε από αυτή την διαστρέβλωση, ακολουθώντας μια αλυσίδα διαδικασιών. Έτσι , μιλώντας από ηθική άποψη η ευθύνη πέφτει σαφώς στους ώμους του ατόμου. Το κρίσιμο σημείο ήταν η εμφάνιση μιας αντίληψης ζωής η οποία αντί να κρατά τις ανθρώπινες ανάγκες μέσα σε φυσικά πλαίσια λαμβάνοντας υπ’ όψη τι πραγματικά αξίζει , υιοθέτησε σαν το ύψιστο ιδανικό μια τεχνητή αύξηση και πολλαπλασιασμό των ανθρώπινων αναγκών και των μέσων για την ικανοποίηση τους , αδιαφορώντας τελείως για την αυξανόμενη υποδούλωση που θα δημιουργούσε για τα άτομα και το σύνολο. Το όριο αυτής της εκτροπής πηγάζει από την εσωτερική κατάσταση από την οποία αναπτύχθηκαν οι μορφές του βιομηχανικού καπιταλισμού. Εδώ η δραστηριότητα που αποβλέπει στο κέρδος και στην παραγωγή έχει μεταστραφεί από μέσον σε σκοπό παγιδεύοντας την καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου , καταδικάζοντάς τον σε ένα ατελείωτο αγώνα δρόμου και σε μία απεριόριστη αύξηση ξέφρενης δραστηριότητας και παραγωγής. Αυτός ο αγώνας δρόμου επιβάλλεται από έξω , διότι το να σταματήσεις , στο οικονομικό σύστημα , σημαίνει να οπισθοχωρήσεις ή ακόμα και να εξασθενίσεις και να εξαφανισθείς. Σε αυτόν τον αγώνα , που δεν είναι «ενεργητισμός» αλλά καθαρή και άσκοπη συνεχής κίνηση, η οικονομία βάζει χιλιάδες εργαζόμενους σε «αλυσίδες» , όπως ακριβώς κάνει ο φιλόδοξος επιχειρηματίας , ο «παραγωγός αγαθών», και ο «κάτοχος των μέσων παραγωγής», προκαλώντας συγκρουόμενες δράσεις και αντιδράσεις οι οποίες με την σειρά τους παράγουν ολοένα αυξανόμενη πνευματική καταστροφή.
Το υπόβαθρο της «ανιδιοτελούς» αγάπης των Αμερικανών πολιτικών οι οποίοι θέτουν σαν βάση του παγκόσμιου πολιτικού τους προγράμματος την «οικονομική βελτίωση των πιο υπανάπτυκτων χωρών του κόσμου» πρέπει να το δούμε από αυτήν την σκοπιά: το νόημα του συνίσταται στην ολοκλήρωση των νέων βαρβαρικών επιδρομών (των μόνων που αξίζουν αυτήν την ονομασία) για να προκαλέσουν μία ψύχωση με τα οικονομικά ενδιαφέροντα σε λαούς που μέχρι τώρα είχαν αποφύγει το «δάγκωμα της ταραντούλας» . Και όλα αυτά επειδή η αυξανόμενη ποσότητα κεφαλαίου αναζητεί μεγαλύτερες και νέες αγορές για την πλεονάζουσα παραγωγή του. Ο Λένιν τα είδε καθαρά όλα αυτά, όπως επίσης ότι σε τέτοιες ραγδαίες αλλαγές , ένα από τα γνωρίσματα του «θνήσκοντος καπιταλισμού» συνίσταται το να σκάβει ο ίδιος τον τάφο του, πιεζόμενος από τον μηχανισμό που αποδεσμεύει (μέσω της εκβιομηχάνισης , της προλεταριοποίησης και του Εξευρωπαϊσμού) δυνάμεις που τελικά θα στραφούν εναντίον του και εναντίον των κοινωνιών των λευκών . Οι αντιπρόσωποι της «προόδου» δεν το έχουν αντιληφθεί και έτσι το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται.
Στα σοσιαλιστικά συστήματα που ισχυρίζονται ότι είναι οι δίκαιοι διάδοχοι ενός καπιταλισμού καταδικασμένου να καταστραφεί λόγω της εσωτερικής του αντινομίας , η υποδούλωση του απλού ατόμου διακηρύσσεται εκ νέου παρά μετριάζεται. Είναι κατοχυρωμένο πλέον όχι μόνο de facto (Σ.μ. εκ των πραγμάτων) αλλά επιπλέον και de jure (Σ.μ. εκ του νόμου). Στα σοσιαλιστικά καθεστώτα αυτή η υποδούλωση θεωρείται συλλογικό καθήκον. Εάν ο μεγαλοεπιχειρηματίας αφιερώνει όλη του την ζωή σε οικονομικές δραστηριότητες , μετατρέποντας αυτές σε ένα είδος ναρκωτικού που έχει ζωτική σημασία για αυτόν , και ενεργοποιεί έτσι έναν ασυνείδητο μηχανισμό αυτοάμυνας που τον εμποδίζει να ανακαλύψει αυτό που υποψιάζεται, δηλαδή μια ζωή στερημένη νοήματος, μία ανάλογη κατάσταση δημιουργείται στις ιδεολογίες της αντίθετης πλευράς που αντιστοιχεί σε ένα ηθικό καθήκον. Αυτό το καθήκον συνοδεύεται επίσης από ανάθεμα και κατασταλτικά μέτρα εναντίον αυτών που τολμούν να σηκώσουν το ανάστημά τους και να απαιτήσουν την ελευθερία τους από οτιδήποτε είναι εργασία, παραγωγή, παραγωγικότητα και κοινωνικές υποχρεώσεις.
Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να καταγγείλουμε μία άλλη παθολογική εμμονή της οικονομικής εποχής , η μάλλον ένα από τα θεμελιώδη της συνθήματα .
Αναφέρομαι στην σύγχρονη προκατάληψη της εργασίας που έχει γίνει κοινή στα δεξιά και αριστερά κινήματα. Όπως ακριβώς η έννοια του «λαού», έτσι και η «εργασία» έχει γίνει σαν μία από τις ιερές αγελάδες και τις ακαθόριστες οντότητες που ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί μόνο να δοξάζει και να εξυμνεί. Ένα από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής , εξετάζοντας την από την πιο πληβειακή και ρηχή όψη της, είναι ο αυτοπαθής σαδισμός που συνίσταται στο να υμνείται η εργασία σαν ηθική αξία και σαν βασικό καθήκον, και να κατανοείται κάθε μορφή δράσης σαν κάποιο είδος εργασίας . Μία μελλοντική και ίσως πιο φυσιολογική ανθρωπότητα θα θεωρεί την αντίληψη σύμφωνα με την οποία το μέσον έγινε σκοπός ως μία αλλόκοτη διαστροφή. Έτσι, εργασία δεν σημαίνει πλέον κάτι που υπάρχει μόνο για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της ύπαρξης και ότι δεν χρειάζεται να της δοθεί παραπάνω χώρος από αυτόν που απαιτείται ανάλογα με το άτομο και την κοινωνική του κατάσταση. Αντίθετα , η εργασία απολυτοποιήθηκε και θεωρήθηκε σαν αξία η ίδια , ταυτόχρονα δε συνδέθηκε με τον μύθο της παροξυσμικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Επιπλέον , φθάσαμε σε μία πραγματική αντιστροφή.
Ο όρος εργασία χαρακτήριζε πάντα τις πιο ταπεινές μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας , αυτές που αποκλειστικά επηρεάζονται από τον οικονομικό παράγοντα. . Είναι παράτυπο να χαρακτηρίζουμε «εργασία» οτιδήποτε δεν ανάγεται σε αυτές τις μορφές. Η λέξη που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι δράση. Δράση , όχι εργασία, είναι αυτή που ασκείται από τον ηγέτη , τον εξερευνητή, τον ασκητή , τον θεωρητικό επιστήμονα, τον πολεμιστή, τον καλλιτέχνη, τον διπλωμάτη, τον θεολόγο, αυτόν που δημιουργεί η καταστρέφει ένα νόμο, αυτόν που παρακινείται από ένα δυνατό πάθος ή οδηγείται από μία αρχή. Αλλά ενώ κάθε φυσιολογικός πολιτισμός χάρις στον άνωθεν προσανατολισμό του επεδίωκε να θέτει ένα χαρακτήρα δράσης, δημιουργίας και «τέχνης» ακόμη και πάνω στην εργασία (δες για παράδειγμα τις συντεχνίες στην αρχαιότητα) , το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στον παρόντα οικονομικό πολιτισμό. Ακόμη και στην δράση (ή ότι και αν αξίζει ακόμη αυτόν τον όρο) αποδίδεται όλο και περισσότερο ο χαρακτήρας της «εργασίας» (δηλαδή, ένα οικονομικό και προλεταριακό χαρακτηριστικό), με μία σχεδόν μαζοχιστική ευχαρίστηση κατάπτωσης και νόθευσης.
Έτσι έχουμε φθάσει μέχρι του σημείου να εκφράζουμε το «ιδεώδες» ενός «Κράτους βασισμένου στην εργασία» και να φανταζόμαστε έναν «ανθρωπισμό της εργασίας», ακόμη και σε χώρους που δηλώνουν ότι είναι αντιμαρξιστικοί. Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε άρχισε να εξυμνεί «τον ανθρωπισμό της κουλτούρας» σαν ένα «μεγαλειώδες στάδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου», η οποία πρέπει να είναι η φιλελεύθερη, ατομικιστικά πνευματική φάση της παγκόσμιας ανατροπής. Ο Τζεντίλε θεώρησε ότι αυτό το στάδιο είναι ανεπαρκές διότι «ήταν ακόμη αναγκαίο να αναγνωρισθεί το μεγαλείο των εργαζομένων , αυτό που ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει κατά το παρελθόν στην πνευματική εργασία». Έτσι, κατ’ αυτόν, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι κοινωνικές αναστατώσεις και οι ταυτόχρονες σοσιαλιστικές αναταραχές του εικοστού αιώνα έχουν δημιουργήσει έναν καινούργιο ανθρωπισμό, τον ανθρωπισμό της εργασίας , η αναγνώριση του οποίου σαν μία τρέχουσα και απτή πραγματικότητα είναι ο αληθινός στόχος και καθήκον του αιώνα μας. Η λογική εξέλιξη της φιλελεύθερης εκτροπής , την οποία εξέτασα προηγουμένως, εδώ εκφράζεται με πολύ ξεκάθαρους όρους . Αυτός ο «ανθρωπισμός της εργασίας» είναι ο ίδιος με τον «ολοκληρωτικό ανθρωπισμό» ή «ρεαλιστικό ανθρωπισμό» ή «νέο ανθρωπισμό» που διακηρύσσεται από τους κομμουνιστές διανοούμενους . Ο «ηθικός χαρακτήρας» και η «υψηλή αξιοπρέπεια» που αποδίδεται στην εργασία είναι μόνο ένα χωρίς νόημα δημιούργημα της φαντασίας με σκοπό ο άνθρωπος να ξεχάσει κάθε ανώτερο ενδιαφέρον και χαρούμενα να αποδεχθεί την βλακώδη και χωρίς περιεχόμενο, βαρβαρικών δομών, οργάνωσή τους. Λέω «βαρβαρικές» διότι δεν αναγνωρίζουν τίποτα άλλο εκτός από την εργασία και τις ιεραρχίες της παραγωγής.
Το πιο ιδιόμορφο σημείο είναι ότι αυτή η δεισιδαίμων και υβριστική λατρεία της εργασίας διακηρύσσεται σε μια εποχή στην οποία η αμετάκλητη και αδιάλλακτη μηχανοποίηση εξαλείφει από τα κύρια είδη επαγγελμάτων ότι ακόμα είχε έναν χαρακτήρα ποιότητας , τέχνης και αυθόρμητης ανάπτυξης μίας φυσικής κλίσης, μετατρέποντας τα σε πράγματα άψυχα και άδεια από κάθε έμφυτο νόημα.
Έτσι , αυτοί που δίκαια επικαλούνται μία «αποπρολεταριοποίηση» εξαπατούν τους εαυτούς τους εάν βλέπουν σ’ αυτήν μόνο ένα κοινωνικό πρόβλημα. Το κυριότερο έργο πρώτο απ’ όλα , είναι να αποπρολεταριοποιήσουμε την αντίληψη ζωής. Εάν αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί , τα πάντα παραμένουν παραποιημένα και ακινητοποιημένα . Το προλεταριακό πνεύμα, η ποιότητα που είναι πνευματικά προλεταριακή, υπάρχει όταν κανένας ανώτερος ανθρώπινος τύπος πλην του «εργαζόμενου» δεν κατανοείται. Υπάρχει, όταν κάποιος αναπτύσσει τον «ηθικό χαρακτήρα της εργασίας», όταν επαινεί την «κοινωνία» ή το «Κράτος που βασίζεται στην εργασία», όταν δεν έχει το θάρρος να πάρει μία σθεναρή στάση απέναντι σε όλους αυτούς τους νέους μολυσματικούς μύθους. Μία αρχαία παράσταση , από ένα βουδιστικό κείμενο, δείχνει έναν άνθρωπο να τρέχει , λαχανιασμένος, κάτω από τον καυτό ήλιο. Σε κάποιο σημείο αναρωτιέται: «Για ποιο λόγο τρέχω; Τι θα πείραζε αν πάω πιο αργά;» και μετά, περπατώντας περισσότερο αργά, αναρωτιέται «Γιατί περπατάω με αυτή την ζέστη; Τι θα πείραζε αν σταματήσω κάτω από το δέντρο;» και κάνοντας αυτό ίσως κατανοήσει ότι το προηγούμενο τρέξιμο προκλήθηκε από μία ανόητη και πυρετώδη κατάσταση του μυαλού. Μία τέτοια παράσταση δείχνει την εσωτερική μεταμόρφωση, ή μετάνοια (Σ.μ. ελληνικά στο κείμενο) που χρειάζεται για να χτυπηθεί στο κέντρο η «ηγεμονία» της εργασίας και να ξανακερδηθεί η εσωτερική ελευθερία. Αυτό όμως, όχι για να μεταπέσει σε ένα αρνητικό , ουτοπικό και μίζερο πολιτισμό, αλλά με σκοπό να ξεκαθαρίσει κάθε πεδίο της ζωής από αλόγιστες εντάσεις και να επαναφέρει μία πραγματική ιεραρχία αξιών.
Εδώ το θεμελιώδες σημείο είναι να είμαστε ικανοί να παραδεχθούμε ότι δεν υπάρχει οικονομική βελτίωση ή κοινωνική ευημερία που να αξίζει αρκετά (με πειρασμούς στους οποίους δεν μπορούμε απόλυτα να αντισταθούμε) όταν το αντάλλαγμα είναι ένας ουσιώδης περιορισμός της ελευθερίας και του χώρου που είναι αναγκαίος για τον καθένα ώστε να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες του πέρα από την διάσταση που καθορίζεται από την ύλη και από τις ανάγκες της καθημερινής ζωής.
Επιπλέον, αυτό δεν ισχύει μόνο για τον κάθε άνθρωπο, αλλά για το σύνολο και για την Πολιτεία επίσης, ειδικά όταν οι υλικοί της πόροι είναι περιορισμένοι και πιέζεται από ξένες οικονομικές δυνάμεις. Εδώ το αυτεξούσιο πρέπει να είναι ένα ηθικό καθήκον, διότι αυτό που μετράει περισσότερο στην κλίμακα των αξιών πρέπει να είναι ίδιο για το μεμονωμένο άτομο και για την Πολιτεία. Είναι καλύτερα να απαρνηθείς το θέλγητρο της καλυτέρευσης κάποιων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και να υιοθετήσεις μία τάξη απλότητας παρά να υποδουλωθείς σε ξένα συμφέροντα ή να μπλεχθείς σε παγκόσμιες διεργασίες επικίνδυνης οικονομικής ηγεμονίας και παραγωγικότητας που είναι προορισμένες να εξαφανίσουν αυτούς που τις έθεσαν σε κίνηση.
Η συνολική σύγχρονη κατάσταση είναι φυσικά τέτοια που τα συμπεράσματα μου δεν σημαίνουν τίποτα λιγότερο από εναντίωση απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αν και αυτό δεν επιδρά επι της εσωτερικής τους αξίας , πρέπει παρ’ όλα αυτά να αναγνωρισθεί ότι το μεμονωμένο άτομο δεν μπορεί να αντιδράσει και να αποσπασθεί από τον συνολικό μηχανισμό της οικονομικής εποχής παρά μόνο κατά ένα περιορισμένο τρόπο , ώστε να αποκτήσει κάποιες λίγο ή πολύ προνομιακές συνθήκες.
Μία γενική αλλαγή μπορεί να συμβεί μόνο εάν μία υψηλής τάξης δύναμη παρέμβει.
Αφού γίνει αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της πρωτοκαθεδρίας της Πολιτείας πάνω στην οικονομία, μπορεί μετά η Πολιτεία να δράσει περιορίζοντας και ρυθμίζοντας το οικονομικό πεδίο. Αυτή η δράση θα είναι ικανή να προάγει αυτό που πηγάζει από τον ουσιώδη παράγοντα, αυτόν της αποτοξίνωσης, της αλλαγής της νοοτροπίας, της επιστροφής στην ομαλότητα για ανθρώπους που έχουν μάθει ξανά ποια είναι η ουσιώδης δραστηριότητα, η σωστή προσπάθεια, οι αξίες που πρέπει να υπερασπισθούν, η νομιμοφροσύνη στον εαυτό τους. Μόνο σε αυτή την βάση μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα «διαμαρτυρόμενος» κατά μια ολοκληρωμένη και νόμιμη έννοια και «νικητής» κατά μια ανώτερη.
Θα θέσω πάλι το θέμα της σχέσης μεταξύ της Πολιτείας και της οικονομίας. Εδώ θέλω να θυμηθώ τα λόγια του Νίτσε , πάρθιο βέλος σχετικά με το κοινωνικό ζήτημα:
«Οι εργάτες θα ζουν μια μέρα όπως οι αστοί σήμερα – αλλά πάνω απ’ αυτούς , διακρινόμενοι από την έλλειψη αναγκών τους, η ανώτερη κάστα: δηλαδή, πιο φτωχοί και πιο απλοί, αλλά κάτοχοι μιας δύναμης.» Μια διάκριση σε αυτή τη βάση θα δράσει σαν πηγή για την κάθαρση από την αντιστροφή που αποδοκίμασα, και σαν κανόνας για την υπεράσπιση της ιδέας της Πολιτείας και της αναγέννησης ενός διαφορετικού τύπου αξιοπρέπειας και ανωτερότητας. Μια τέτοια αξιοπρέπεια και ανωτερότητα πρέπει να στηρίζεται και να επικυρώνεται πάνω από τον κόσμο της οικονομίας, μέσω ενός συνεχούς αγώνα , εσωτερικού και εξωτερικού μαζί, μέσω της επαλήθευσης της εσώτερης φύσης και της κατάκτησης της κάθε στιγμής.[u]