Παραθετω και ένα ενδιαφέρον κείμενο για τους τρόπους οργάνωσης των αναρχικών (δυστηχως δεν θυμάμαι που το βρηκα...
)
“Η ελευθερία του άλλου δεν είναι με κανένα τρόπο όριο ή άρνηση της ελευθερίας μου, είναι αντίθετα η αναγκαία συνθήκη και η επιβεβαίωσή της. Δεν γίνομαι πραγματικά ελεύθερος παρά μόνο μέσω της ελευθερίας των άλλων” Μ. Μπακούνιν
“Η οργάνωση, που δεν μπορεί να είναι παρά η πρακτική της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, είναι φυσική και απαραίτητα προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής: είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός που αφορά τον καθένα, τόσο στην ανθρώπινη κοινωνία γενικά όσο και σε οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που έχουν κάποιο κοινό σκοπό.” Ε. Μαλατέστα
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ
Οι αναρχικοί γνωρίζουν καλά τη σημασία της οργάνωσης. Το θέμα αυτό απασχόλησε όλους τους αναρχικούς, είτε κατέληξαν σε θετικά ως προς αυτή συμπεράσματα, είτε όχι. Πολλά συνέδρια αναρχικών ασχολήθηκαν με το ζήτημα της οργάνωσης ήδη από το 1870, μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για ένα ζήτημα που συνεχίζει να προκαλεί έντονες διαφωνίες και κάθε άλλο παρά ληγμένο μπορεί να θεωρηθεί.
Οι αναρχικοί υποστηρίζουν δύο βασικούς τύπους οργάνωσης, τις ειδικές, αμιγώς αναρχικές οργανώσεις και τις ευρύτερες οργανώσεις, στις οποίες δε συμμετέχουν αποκλειστικά αναρχικοί, όπως σωματεία, συνεργατικές και τοπικές συνελεύσεις. Και οι δύο μορφές οργάνωσης έχουν ως βάση την ομοσπονδιοποίηση, την αποκέντρωση, την αυτοδιαχείριση και τη συμμετοχή όλων στη λήψη αποφάσεων. Εκφράζουν την εμπιστοσύνη των αναρχικών στη δύναμη και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων, όταν δρουν αδιαμεσολάβητα και αναλαμβάνουν άμεσα τον έλεγχο της ζωής τους. Επιμένουμε στο ότι οι άνθρωποι πρέπει να αναλαμβάνουν τις υποθέσεις τους, ατομικά και συλλογικά, και ότι έχουν την ικανότητα να το πράξουν. Μόνο μέσω της οργάνωσης με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα καινούριο κόσμο, μια ελεύθερη κοινωνία.
Οι αναρχικές οργανώσεις αντικατοπτρίζουν εν μέρει την κοινωνία που επιθυμούν οι αναρχικοί. Μια ελεύθερη κοινωνία δε θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί μέσα από ένα εξουσιαστικό σχήμα. Αν η οργάνωση είναι κεντρική και ιεραρχική (όσο κι αν ελέγχονται “δημοκρατικά” οι αρχηγοί) τότε κάθε διάθεση και ικανότητα των συμμετεχόντων σε αυτή, να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους στα χέρια τους, υπονομεύεται από τη ροή των εντολών από πάνω προς τα κάτω. Αυτό με τη σειρά του δικαιολογεί την άσκηση εξουσίας των αρχηγών και διαιωνίζει τις εξουσιαστικές σχέσεις. Έτσι οι αναρχικές οργανώσεις δομούνται με τέτοιο τρόπο που να επιτρέπουν τη μέγιστη δυνατότητα συμμετοχής. Η συμμετοχή είναι η βάση της ελεύθερης οργάνωσης.
Οι αναρχικές οργανώσεις σκοπεύουν στον εμπλουτισμό του κοινωνικού αγώνα με τις ιδέες και τις δράσεις τους αλλά και αντίστροφα, στον εμπλουτισμό των δικών μας ιδεών μέσω της δράσης και της εμπειρίας που αποκομίζουμε. Πρόκειται δηλαδή για μια αμφίδρομη, αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση θεώρησης και πρακτικής.
Όποιες αναφορές γίνονται στη συνέχεια, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σχετίζονται με τους συντρόφους εκείνους που κατέγραψαν τις υπάρχουσες θέσεις και τάσεις των αναρχικών, προσπάθησαν να τις αναλύσουν ή και να προτείνουν με τη σειρά τους κάτι νέο. Δεν πρόκειται, προφανώς, για κάποιου είδους προσωπολατρεία ή την αναγνώρισή τους ως “θεωρητικούς” της αναρχίας, πολλώ δε μάλλον ως “κατόχους της μιας και μόνης αλήθειας”.
Ομάδες συγγένειας
Ο όρος ομάδα συγγένειας (grupo de afinidad) αναφέρεται στον τρόπο οργάνωσης που επέλεξαν οι ισπανοί αναρχικοί στους αγώνες τους. Ήταν το βασικό οργανωτικό κύτταρο της ισπανικής FAI.
Η “συγγένεια” νοείται ως προς τη θεώρηση των μελών της ομάδας και ως προς τους στόχους τους. Κατά τον Σεμπάστιαν Φορ η λέξη συγγένεια “εκφράζει την τάση που ωθεί τους ανθρώπους να συσπειρώνονται με βάση την ομοιότητα των επιθυμιών, τη συμφωνία ως προς την ιδιοσυγκρασία και τις ιδέες τους. Και μέσω της ελευθεριακής σκέψης και δράσης, οι αναρχικοί αντιπαραθέτουν τον αυθορμητισμό και την αυτονομία, στοιχεία με βάση τα οποία πραγματοποιούνται αυτές οι προσεγγίσεις και δημιουργούνται αυτές οι ομάδες, στην υποχρεωτική συνοχή και την καταναγκαστική συνένωση που καθορίζονται από το υφιστάμενο κοινωνικό περιβάλλον.”
Ένας άλλος ορισμός των ομάδων συγγένειας είναι εκείνος του Μάρεϋ Μπούκτσιν, που θέλει τις ομάδες να είναι ένα είδος διευρυμένης οικογένειας, στην οποία οι δεσμοί συγγένειας αντικαθίστανται με τις στενές ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται στις κοινές επαναστατικές ιδέες και στην κοινή επαναστατική πρακτική.
Πρόκειται για μικρές, συνήθως, ομάδες αναρχικών. Σύμφωνα με τις Ομόσπονδες Αναρχικές Ομάδες της Ιταλίας “.. ένα πυρήνας αγωνιστών που είναι αρκετά μικρός ώστε να διασφαλίζεται η ενεργός συμμετοχή όλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αρκετά ευρύς για να περιλαμβάνει ποικιλία προσωπικών εμπειριών και αγώνων.” Επίσης, αναφέρουν ότι “.. μόνο οι μικροί πυρήνες .. μπορεί να είναι συνεπείς και να έχουν συνοχή ...”.
Οι τοπικές ομάδες συγγένειας είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι αναρχικοί συντονίζουν τις δράσεις τους εντός μιας κοινότητας, εργασιακού χώρου ή κοινωνικού κινήματος. Μέσα σε αυτές τις ομάδες οι αναρχικοί συζητούν τις ιδέες και τα οράματά τους, γράφουν κείμενα, προκηρύξεις, οργανώνουν προπαγανδιστικές δράσεις και παρεμβάσεις μέσα σε ευρύτερους κοινωνικούς χώρους. Ενώνουν τις δυνάμεις τους για να διαδώσουν τις ιδέες τους μέσα σε σωματεία και κοινότητες. Στοχεύουν στο να μπορέσουν να δράσουν ως καταλύτες μέσα στα κοινωνικά κινήματα και όχι να ηγηθούν αυτών.
Πρόκειται για το βασικότερο τρόπο οργάνωσης των αναρχικών. Υπάρχουν ομάδες συγγένειας για ποικίλες δράσεις ή θεματικές (εργασιακές, τοπικών κοινοτήτων, αναρχοοικολογικές, αναρχοφεμινιστικές κλπ) οι οποίες συνήθως συνυπάρχουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή και πολλές φορές τα μέλη τους συμμετέχουν σε περισσότερες από μια ομάδες. Παράλληλα με αυτές τις πολιτικές δραστηριότητες, οι ομάδες συγγένειας τονίζουν τη σημασία της μόρφωσης και την ανάγκη να ζει κανείς, όσο είναι δυνατό, σύμφωνα με τις αναρχικές αξίες. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μια αντικοινωνία εντός της οποίας θα μπορούν οι άνθρωποι να βιώσουν αυτές τις αξίες και να ξαναφτιάξουν τον εαυτό τους, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνικά όντα.
Ανάλογα με το αν χαρακτηρίζεται από μια έντονη εσωτερική ζωή ή από μια δραστηριότητα που κατά βάση στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο, η ομάδα συγγένειας είναι χώρος, καθ' αυτό κοινωνία ή όργανο πάλης ενάντια στην υφιστάμενη κοινωνία. Με άλλα λόγια, παράγοντας οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας.
Κριτική στις ομάδες συγγένειας
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των ομάδων συγγένειας είναι η τάση τους να μετατρέπονται σε κλειστή κοινωνία και να ξεχνούν πολύ γρήγορα αυτό καθ' αυτό το λόγο ύπαρξής τους. Δηλαδή την επέμβαση στην κοινωνική σύγκρουση, την προσπάθεια κατανόησης της κοινωνίας και της εποχής, ώστε να βρουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, και την προπαγάνδα. Μόνο όταν η άρνηση δεν είναι υποχώρηση ή φυγή αλλά συνειδητή θέληση για μια άλλη κοινωνία και σαφής άρνηση της υπάρχουσας κοινωνίας, μόνο τότε γίνεται ξεκάθαρος ο αγώνας. Αντίληψη που συσκοτίζεται τόσο πολύ, ώστε να εξαφανίζεται εντελώς όταν οι συνέπειες της αφθονίας και η εκμετάλλευσή τους επιτρέπουν να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην πάλη ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνία, που είναι ικανή να ενσωματώνει όσους της αντιπαρατίθενται και να μετασχηματίζεται χωρίς να οφείλει το παραμικρό στις επαναστατικές επιθέσεις, και σε μια περιφρονητική αλλά ασήμαντη περιθωριοποίηση που δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Για πολλούς αναρχικούς, αυτές οι βασικές μορφές οργάνωσης δεν αρκούν για την ουσιαστική αμφισβήτηση και ανατροπή του υπάρχοντος πολιτικοκοινωνικού συστήματος. Θέλοντας να αντιπαραθέσουν μια συνεκτική δύναμη απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο, πρότειναν πιο συγκεκριμένους τρόπους οργάνωσης.
Πλατφόρμα
Η Πλατφόρμα είναι ένα αναρχοκομμουνιστικό ρεύμα με συγκεκριμένες προτάσεις ως προς τη δομή που θα πρέπει να έχει μια αναρχική ομοσπονδία. Προτάθηκε ως η “Η οργανωτική πλατφόρμα των ελευθεριακών κομμουνιστών” από την ομάδα Dielo Trouda (Εργατική Υπόθεση), αποτελούμενη από ρώσσους και ουκρανούς αναρχικούς μεταξύ των οποίων οι Μαχνό, Αρσίνοφ, Ίντα Μέτ, Βαλέφσκυ και Λίνσκι. Στόχος ήταν να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας Γενικής Ένωσης Αναρχικών.
Οι συγγραφείς της συμμετείχαν ενεργά στη ρωσσική επανάσταση, μέχρι την επικράτηση της μπολσεβίκικης δικτατορίας, οπότε και εξορίστηκαν. Έχοντας βιώσει την ήττα κατά την επανάσταση θέλησαν να εξετάσουν τα αίτιά της πέρα από την καταστολή που υπέστησαν τόσο από τους τσαρικούς όσο και από τους μπολσεβίκους. Ως κύριο αίτιο της αποτυχίας θεώρησαν την έλλειψη μιας μεγάλης αναρχικής οργάνωσης προεπαναστατικά.
Πρότειναν έτσι τη δημιουργία συγκεκριμένου τύπου οργάνωσης, στηριγμένη σε αναρχοκομμουνιστικές ιδέες. Η οργάνωση αυτή θεωρήθηκε απαραίτητη ώστε να μην υπονομευτεί από τους κρατιστές και τους εξουσιαστές η αυθόρμητη ελευθεριακή τάση των ανθρώπων για αυτοοργάνωση, αποκέντρωση, για τη δημιουργία ελεύθερων ομοσπονδιών, σε μια κοινωνική επανάσταση ή κίνημα.
Οι αναρχικοί συμφωνούσαν με αυτές τις θέσεις. Αυτό όμως που διαφοροποιεί την Πλατφόρμα είναι η δομή και η λειτουργία της και κυρίως οι θέσεις της για την “θεωρητική και τακτική ενότητα” και τη “συλλογική υπευθυνότητα”.
Η βασική της υπόθεση είναι η άμεση εξάρτηση μεταξύ συνοχής της οργάνωσης και αποτελεσματικότητας. Θεωρεί ότι η αύξηση της συνοχής της θα οδηγήσει στην αύξηση της επιρροής των αναρχικών προταγμάτων στην κοινωνία. Προτείνει έτσι τη “Θεωρητική και τακτική ενότητα” της οργάνωσης, την ύπαρξη δηλαδή κοινά συμφωνημένων θέσεων ως προς τη θεώρηση και τα μέσα δράσης δράσης, οι οποίες δεσμεύουν όλα τα μέλη της οργάνωσης. Τα μέλη θα πρέπει να δρουν ως οργανωμένη δύναμη και όχι ως άτομα. Κάθε στρατηγική που έχει συμφωνηθεί από την Ένωση, κάθε απόφαση σε ζητήματα θεώρησης, οφείλει να στηριχθεί και να προπαγανδιστεί από όλους. Ακόμη κι αυτοί που διαφώνησαν, πρέπει να εργαστούν για την επιτυχία της. Έτσι συγκεντρώνονται οι πόροι προς ένα κοινό στόχο, χωρίς χρονοτριβές και οι δράσεις γίνονται αποτελεσματικότερες.
Ως “συλλογική υπευθυνότητα” νοείται το ότι “ολόκληρη η Ένωση θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα κάθε μέλους. Ομοίως κάθε μέλος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα της Ένωσης.” Κάθε μέλος δηλαδή θα πρέπει να στηρίζει τις αποφάσεις της οργάνωσης και θα πρέπει ταυτόχρονα να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Η Πλατφόρμα υποστηρίζει ότι χωρίς αυτή τη συνθήκη άτομα ή ομάδες θα αγνοούν τις αποφάσεις τις οργάνωσης, κάτι που χαρακτηρίζει ως “τακτική του ανεύθυνου ατομικισμού”.
Για τον φεντεραλισμό, η Πλατφόρμα, ισχυρίζεται ότι εκφυλίστηκε στο δικαίωμα του καθενός να προβάλλει το εγώ του χωρίς καμιά υποχρέωση ή καθήκον απέναντι στην οργάνωση. Έτσι θεωρούν ότι η φεντεραλιστική αναρχική οργάνωση, θα πρέπει να αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε μέλους στην ανεξαρτησία, την ελευθερία της γνώμης, την ατομική ελευθερία και πρωτοβουλία και ταυτόχρονα όμως απαιτεί την ανάληψη συγκεκριμένων καθηκόντων και την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων.
Μέρος της λύσης του προβλήματος της οργάνωσης των αναρχικών ήταν η ύπαρξη εκτελεστικής γραμματείας για κάθε ομάδα, που θα αναλαμβάνει την εκτέλεση και τη θεωρητική καθοδήγηση της πολιτικής και τεχνικής δουλειάς της οργάνωσης. Τα δικαιώματα, οι ευθύνες και τα καθήκοντα κάθε γραμματείας καθορίζονται από το συνέδριο της οργάνωσης.
Κριτική στην Πλατφόρμα
Η δημοσίευση της Πλατφόρμας προκάλεσε πολλές αρνητικές αντιδράσεις από την πλειοψηφία των αναρχικών. Μεταξύ πολλών άλλων, οι Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Έμμα Γκόλντμαν, Βολίν, Μαξίμοφ, Φάμπρι, Μπερνέρι και Μαλατέστα απέρριψαν αυτό το οργανωτικό πρόταγμα διαβλέποντας μια τάση “μπολσεβικοποίησης της αναρχίας” από συντρόφους που είχαν εντυπωσιαστεί από την “επιτυχία” των μπολσεβίκων στη ρωσσία και θεωρώντας το προάγγελο ενός ιεραρχικά δομημένου κόμματος.
Τα βασικά σημεία διαφωνίας εντοπίζονται στα ζητήματα της “θεωρητικής και τακτικής ενότητας”, της “συλλογικής υπευθυνότητας” και της ύπαρξης “γραμματειών”. Δευτερεύουσες διαφωνίες εστιάζουν στην αποδοχή μιας θεωρίας σταδίων που ακολουθούσε ως λογικό συμπέρασμα της ανάλυσης του κειμένου παρά την άρνηση τους από τους συγγραφείς.
Υποστηρίχθηκε ότι η εκλογή των “γραμματειών” και των “εκτελεστικών επιτροπών” από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων των ομάδων της Ένωσης, οι οποίοι με τη σειρά αντιπροσωπεύουν κάποιες άλλες πλειοψηφίες, οδηγεί σε ένα πλειοψηφικό, σχεδόν κοινοβουλευτικό τρόπο λειτουργίας. Η ύπαρξη “γραμματειών” και “εκτελεστικών επιτροπών” θα οδηγούσε σε ένα αντιπροσωπευτικό/κατακόρυφα δομημένο σύστημα λήψης αποφάσεων και εκτέλεσής τους. Η πρωτοβουλία κάθε συντρόφου ή ομάδας θα περιοριζόταν στην αποδοχή των αποφάσεων της γραμματείας και την υποχρέωση να τις εκτελέσει, στα πλαίσια της “θεωρητικής και τακτικής ενότητας”
Στο ζήτημα της “συλλογικής υπευθυνότητας” ο Μαλατέστα αντέτεινε το ότι κάθε αναρχική οργάνωση θα πρέπει να στηρίζεται στην “πλήρη αυτονομία, πλήρη ανεξαρτησία και συνεπώς πλήρη υπευθυνότητα των ατόμων και των ομάδων”. Κάθε οργανωτική εργασία πρέπει να γίνεται ελεύθερα και με τρόπο που να, μην παρεμποδίζει τη σκέψη και την πρωτοβουλία των συντρόφων. Επίσης θεωρεί ότι το όποιο διαχειριστικό σώμα της οργάνωσης δε θα πρέπει να έχει εκτελεστικές ή καθοδηγητικές αρμοδιότητες. Οι αποφάσεις θα πρέπει να δεσμεύουν μόνο αυτούς που τις αποδέχονται και να μην επιβάλλονται σε κανένα.
Προκειμένου να διαφυλαχθεί η “θεωρητική και τακτική ενότητα” της οργάνωσης καταστρατηγείται ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της. Πριν από κάθε δράση θα απαιτούνταν η γνωμοδότηση της “εκτελεστικής επιτροπής”, καταπιέζοντας κάθε πρωτοβουλία συντρόφων. Όλη η δομή θα κατέληγε γραφειοκρατική και ιεραρχική.
Επίσης, ο προκαθορισμός της θεώρησης και των μέσων δράσης δε λαμβάνει υπόψη του τις ειδικές τοπικές συνθήκες που μπορεί απαιτούν αντίστοιχες θεωρήσεις και πρακτικές, καθώς και τις διαφορές ιδιοσυγκρασίας μεταξύ των συντρόφων.
Οι περισσότεροι Πλατφορμιστές σήμερα απορρίπτουν την ιδέα της συμμετοχής όλων των αναρχικών σε μια ενιαία οργάνωση. Αντί για μια οργάνωση “ομπρέλα” για ομάδες και άτομα προκρίνουν τη δημιουργία πολλών οργανώσεων, κάθε μια με τις δικές της συμφωνημένες θέσεις και τη μεταξύ τους συνεργασία όπου αυτό είναι δυνατό. Επίσης, ελάχιστες πλατφορμιστικές οργανώσεις ακολουθούν τη προτροπή για δημιουργία εκτελεστικής γραμματείας.
Ομοσπονδίες Σύνθεσης
Οι ομοσπονδίες σύνθεσης πήραν το όνομά τους από τον ρώσο αναρχικό Βολίν και το γάλλο αναρχικό Σεμπάστιαν Φορ. Η ιδέα ήταν προγενέστερη και έχει τις ρίζες της στη Ναμπάτ, την ομοσπονδία αναρχικών οργανώσεων της ουκρανίας. Υιοθετήθηκε από τους περισσότερους αναρχικούς που εναντιώθηκαν στο οργανωτικό πρότυπο της “Πλατφόρμας”.
Η οργάνωση σύνθεσης σκοπεύει στην ομοσπονδιοποίηση ποικίλων τάσεων των αναρχικών, αφού θεωρεί “ότι υπάρχει αλήθεια σε κάθε αναρχική σχολή σκέψης” και ότι “πρέπει να σκεφτούμε κάθε ξεχωριστή τάση και να την αποδεχτούμε.” (Ναμπάτ). Προσπαθεί να ενώσει τους αναρχικούς πάνω σε κάποιες βασικές θέσεις, στη βάση της συνειδητοποίησης της ανάγκης για μια σχεδιασμένη, οργανωμένη, συλλογική προσπάθεια με ομοσπονδιακή δομή.
Η “σύνθεση” διακρίνει τρεις βασικές αναρχικές τάσεις. Τους αναρχοκομμουνιστές, τους αναρχοσυνδικαλιστές και αναρχοατομικιστές. Θεωρεί ότι αυτή η διαίρεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημιά στο αναρχικό κίνημα οδηγώντας σε ένα “εσωτερικό πόλεμο” και μια ανακυκλούμενη επιχειρήματολογία σχετικά με το ποιου η αναρχική θεωρήση είναι η καλύτερη ή η αναρχικότερη. Αυτό αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στον πόλεμό μας ενάντια στους κοινούς μας εχθρούς, το Κράτος, το Κεφάλαιο και την Εξουσία. Θεωρεί ότι οι τάσεις πρέπει να συνεργαστούν και ότι μπορεί να υπάρξει μια σύνθεση των απόψεων όλων των συμμετεχόντων στην ομοσπονδία. Να υπάρξει δηλαδή μια κοινή συμφωνία όλων σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα και μια ομοσπονδιοποιημένη οργάνωση στηριγμένη σε αυτό. Λόγω του ομοσπονδιακού χαρακτήρα της οργάνωσης, κάθε τάση είναι ελεύθερη να επεξεργαστεί και να υλοποιήσει τις δικές της ιδέες.
Κάποιοι σύντροφοι (π.χ. Φορ) θεωρούσαν την ύπαρξη πολλών τάσεων ως πλούτο του κινήματος και υποστήριζαν ότι κάθε τάση μπορεί να ωφεληθεί από την συνύπαρξη και τη συνεργασία με τις υπόλοιπες. Άλλοι (π.χ. Βολίν) θεωρούσαν την ύπαρξη διάφορων τάσεων ιστορικά αναγκαία για την διερεύνηση των διαφορετικών πτυχών της αναρχικής θεώρησης, όπως η οικονομική, η κοινωνική και η ατομική. Θα έπρεπε παρόλα αυτά η Αναρχία να επιστρέψει στην ολότητα της, ενδυναμωμένη από αυτά που μπορεί να της προσφέρει κάθε τάση και συνεπώς να σταματήσει ο διαχωρισμός. Επιπρόσθετα, οι τάσεις αυτές συνυπάρχουν σε κάθε αναρχικό, συνεπώς θα μπορούσαν όλοι να λειτουργήσουν μέσα σε μια οργάνωση χωρίς την ομαδοποίηση σε ξεχωριστές τάσεις. Η προσέγγιση αυτή μοιάζει με την θέση για “αναρχικούς χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς” που πρόταξαν πολλοί αναρχικοί.
Το πλεονέκτημα της ομοσπονδίας σύνθεσης έγκειται στη συνύπαρξη διαφορετικών θεωρήσεων οι οποίες επικοινωνούνται και εκφράζονται μέσα στη ίδια οργάνωση. Η πλήρης αυτονομία των ομάδων και των ατόμων (στα πλαίσια βέβαια των βασικών αρχών και αποφάσεων της ομοσπονδίας), επιτρέπει στις διαφορετικές τάσεις να συνεργάζονται ελεύθερα και να εκφράζουν τις διαφορές τους, συμβάλλοντας στην σύνθεση και την ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων.
Η ομοσπονδιακή δομή επιτρέπει την κοινή χρήση των πόρων όλων των ομάδων και ατόμων στον αγώνα ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και κάθε μορφής καταπίεση. Η πρόσβαση όλων σε περισσότερους πόρους, η αποτελεσματικότερη χρήση και συντονισμός τους συμβάλλει στη βελτιστοποίηση της χρήσης τους και τη μεγιστοποίηση του αντίκτυπού τους στην κοινωνία.
Καθώς κάθε ομάδα της Ομοσπονδίας είναι αυτόνομη, μπορεί να συζητήσει, να σχεδιάσει και να ξεκινήσει μια δράση χωρίς να χρειάζεται να περιμένει τις οδηγίες των υπόλοιπων μελών της ομοσπονδίας. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ομάδες είναι απομονωμένες μεταξύ τους. Κάθε πρωτοβουλία μπορεί να αναζητήσει την υποστήριξη των υπολοίπων θέτοντας το ζήτημα στη συνέλευση της ομοσπονδίας. Κάθε ομάδα έχει τη δυνατότητα να μη συμμετέχει σε μια συγκεκριμένη θεματική, Έτσι, ομάδες και άτομα μπορούν να ασχοληθούν με αυτά που τους ενδιαφέρουν περισσότερο.
Η οπτική της “σύνθεσης” είναι ενωτική όλων των τάσεων, στην πράξη όμως πολλές τέτοιες οργανώσεις είναι πιο περιοριστικές (όπως για παράδειγμα η Γαλλική Αναρχική Ομοσπονδία που στοχεύει στην ένωση όλων των κοινωνικών (μη ιντιβιντουαλιστών/ατομικιστών) αναρχικών).
Η Γαλλική Αναρχική Ομοσπονδία αποτελεί ένα καλό παράδειγμα επιτυχημένης ομοσπονδίας σύνθεσης (όπως επίσης και η αντίστοιχη ιταλική). Η επιτυχία μιας τέτοιας ομοσπονδίας εξαρτάται από την ανοχή που επιδεικνύουν μεταξύ τους τα μέλη της και από την υπευθυνότητά τους απέναντι στην ίδια την ομοσπονδία και τις αποφάσεις της.
Κριτική στις Ομοσπονδίες Σύνθεσης
Όπως κάθε μορφή οργάνωσης έτσι και η ομοσπονδία σύνθεσης ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα. Η διαφορετικότητα των θεωρήσεων μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας ενδυνάμωσης της ομοσπονδίας μέσω του εποικοδομητικού διαλόγου, μπορεί όμως να λειτουργήσει διαλυτικά.
Από τα βασικότερα επιχειρήματα των πλατφορμιστών είναι το ότι ένα κοινό πρόγραμμα είναι πολύ δύσκολο να συμφωνηθεί μεταξύ τόσο διαφορετικών τάσεων, πολλώ δε μάλλον να εφαρμοστεί. Η απουσία κοινού προγράμματος και η έντονη διαφοροποίηση τόσο ως προς τη στόχευση όσο και ως προς τα μέσα μπορεί να διαλύσει την ομοσπονδία ή να τη μετατρέψει σε φιλολογικό όμιλο συζητήσεων καταστρέφοντας κάθε προοπτική δράσης. Αν κάθε ομάδα ή τάση επιλέγει αποκλειστικά δικούς της τρόπους δράσης αγνοώντας τα από κοινού συμφωνημένα καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε κοινή δράση.
Οι υποστηρικτές της σύνθεσης αντέταξαν το επιχείρημα ότι οι οργανώσεις τους λειτουργούν συνεκτικά για πολύ περισσότερους συντρόφους από ότι οι αντίστοιχες πλατφορμιστικές, όπως πχ η Γαλλική Αναρχική Ομοσπονδία (French Anarchist Federation) σε σχέση με τους Εναλλακτικούς Ελευθεριακούς Γάλλους(French Alternative Libertaire). Επίσης, τόνισαν ότι η απαίτηση της θεωρητικής και τακτικής ενότητας των πλατφορμιστών μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε μικρά σύνολα, καθώς η οποιαδήποτε σημαντική διαφωνία θα οδηγούσε με βεβαιότητα στη διάσπαση. Αντίθετα η χαλαρή, ομοσπονδιακή λειτουργία της σύνθεσης εξασφαλίζει την ελευθερία κινήσεων και την αυτονομία των επιμέρους τάσεων και επιτρέπει την συνύπαρξη και την, έστω σποραδική, κοινή δράση.
Αναρχοσυνδικαλισμός
Ο όρος συνδικαλισμός προέρχεται από γαλλικό "syndicalisme revolutionarie" (επαναστατικός συνδικαλισμός). Το 1890, οι αναρχικοί στη γαλλία ριζοσπαστικοποίησαν το κίνημα των trade unions και έφεραν στη γαλλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασία (CGT) τις ιδέες και πρακτικές της αυτονομίας, της άμεσης δράσης, της γενικής απεργίας και της ανεξαρτησίας από πολιτικά κόμματα. Ο όρος συνδικαλισμός χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κινήματα εμπνευσμένα από το παράδειγμα της CGT.
Κατά τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων (International Workers' Association), “ο Επαναστατικός Συνδικαλισμός βασίζεται στον ταξικό πόλεμο, στοχεύει στην ένωση όλων των χειρωνακτών και πνευματικά εργαζόμενων σε μαχητικές οργανώσεις οικονομικού αγώνα και την πάλη για την απελευθέρωση από τον ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς και της κρατικής καταπίεσης. Στόχος του είναι η αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής στη βάση του ελευθεριακού κομμουνισμού, μέσω της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης. Θεωρεί ότι οι οικονομικές οργανώσεις του προλεταριάτου μπορούν από μόνες τους να πραγματώσουν αυτό το στόχο.”
Η βασική διαφοροποίηση μεταξύ του επαναστατικού συνδικαλισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, έγκειται στο ότι για τον πρώτο αρκούν οι συνδικαλιστικές ενώσεις για την πραγμάτωση του ελευθεριακού σοσιαλισμού απορρίπτοντας τις αναρχικές ομάδες και οργανώσεις όπως και τα πολιτικά κόμματα. Οι αναρχοσυνδικαλιστές τονίζουν τις αναρχικές ρίζες του συνδικαλισμού και για πολλές οργανώσεις είναι αποδεκτή η ταυτόχρονη συμμετοχή των μελών τους σε αμιγώς αναρχικές οργανώσεις. Θεωρούν ότι πρέπει να ενοποιηθούν ο πολιτικός και ο οικονομικός αγώνας και ότι αυτή η ενοποίηση πρέπει να συμβεί μέσα στις οργανώσεις των εργαζόμενων.
Για τον Rudolf Rocker “ο αναρχοσυνδικαλισμός πήγασε από τις κοινωνικές επιθυμίες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της 1ης Διεθνούς, οι οποίες κατανοήθηκαν καλύτερα από την ελευθεριακή πτέρυγά της. Η θεώρησή του στηρίζεται στα προτάγματα του Ελευθεριακού ή Αναρχικού Σοσιαλισμού και ο τρόπος οργάνωσής του στον επαναστατικό συνδικαλισμό.” Οι ενώσεις εργαζόμενων πρέπει να “στηρίζονται στις αρχές του φεντεραλισμού, στην ελεύθερη ένωση από κάτω προς τα πάνω, θέτοντας το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού κάθε μέλους πάνω από όλα και αναγνωρίζοντας μόνο την οργανική συμφωνία όλων στη βάση των κοινών ενδιαφερόντων και πεποιθήσεων.”
Οι αναρχοσυνδικαλιστές αγωνίζονται είτε μέσα σε αναρχοσυνδικαλιστικές ενώσεις είτε μέσα σε ήδη υπάρχοντα σωματεία προπαγανδίζοντας τις ιδέες και τις πρακτικές τους, προωθώντας την άμεση δράση και την αυτοοργάνωση σε κάθε εργασιακό χώρο. Στα πλαίσια της Εργατικής Αλληλεγγύης, οι συνδικαλιστικές ενώσεις είναι ανοιχτές για κάθε εργαζόμενο, είτε αυτός είναι αναρχικός είτε όχι. Η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση δεν είναι οργάνωση αναρχοσυνδικαλιστών. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι η δομή, οι στόχοι και ο τρόπος δράσης.
Θεωρούν πως μόνο η Άμεση Δράση (π.χ. απεργίες, σαμποτάζ), η δράση δηλαδή που επικεντρώνεται στην άμεση επίτευξη ενός οικονομικού στόχου, θα επιτρέψει στους εργαζόμενους να απελευθερωθούν. Η άμεση δράση κρατά ζωντανό το πνεύμα της εξέγερσης, συμβάλλει στην ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας και δημιουργεί μια εστία πολέμου στο χώρο εργασίας, εκεί όπου οι διευθύνοντες και οι διευθυνόμενοι έρχονται καθημερινά και άμεσα αντιμέτωποι. Αγωνίζονται καθημερινά για αλλαγές και βελτιώσεις της ζωής της εργατικής τάξης και παράλληλα στοχεύουν στην καταστροφή καπιταλισμού και του κράτους, μέσω της Γενικής Επαναστατικής Απεργίας. Κατά τη διάρκειά της ,οι εργάτες θα καταλάβουν και θα διαχειριστούν τους χώρους δουλειάς τους. Ο τελικός στόχος είναι η εγκαθίδρυση του ελευθεριακού κομμουνισμού, μιας κοινωνίας οργανωμένης με συνδικαλιστική δομή που θα αυτοδιαχειρίζεται την παραγωγή και θα εξασφαλίζει τη διανομή στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του.
Οι αναρχοσυνδικαλιστές θεωρούν ότι οι εργατικές οργανώσεις θα πρέπει να είναι αυτοδιαχειριζόμενες. Εναντιώνται σε κάθε κόμμα και τον κοινοβουλευτισμό και επιλέγουν την ομοσπονδιακή δομή ως τρόπο οργάνωσης. Η δομή αυτή επιτρέπει την επεξεργασία των ειδικών κλαδικών προβλημάτων καθώς και την κήρυξη ή τη λήξη μιας απεργίας από κάθε κλάδο ξεχωριστά.
Οι αναρχοσυνδικαλιστικές ενώσεις δεν έχουν επαγγελματίες συνδικαλιστές. Εκλεγμένοι και άμεσα ανακλητοί εργαζόμενοι φροντίζουν για τα ζητήματα της ένωσης . Αποφεύγεται έτσι η δημιουργία ιεραρχικών δομών και γραφειοκρατίας Οι αποφάσεις μέσα στις ενώσεις λαμβάνονται συνήθως με ενισχυμένη πλειοψηφία (2/3 ή 3/4).
Τα συνδικάτα βασισμένα σήμερα στην αυτοδιαχείριση στο εσωτερικό τους, στοχεύουν στην αυτοδιαχείριση της παραγωγής και τη διανομή των προϊόντων μετά την επανάσταση. Εκτός από μέσο διεκδίκησης, το συνδικάτο γίνεται ταυτόχρονα ο χώρος στον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν να αυτοδιαχειρίζονται τις υποθέσεις τους χωρίς την παρέμβαση του κράτους. Προτείνεται ως βασικός τρόπος εξοικείωσης των εργαζόμενων με την αυτοδιαχείριση της ζωής τους. Έτσι, προεικονίζει τη μελλοντική κοινωνία, βάση της οποίας θα είναι οι εργατικές ενώσεις.
Κριτική στον Αναρχοσυνδικαλισμό
Οι διαφωνίες των μη-συνδικαλιστών αναρχικών με τον αναρχοσυνδικαλισμό εντοπίζονται σε 2 βασικά σημεία. Πρώτο στο κατά πόσο μια εργατική ένωση είναι από τη φύση της επαναστατική και δεύτερο στο αν αρκούν οι συνδικαλιστικές ενώσεις για τη δημιουργία μιας αναρχικής κοινωνίας.
Θεωρούν ότι τα συνδικάτα πιέζονται προς το ρεφορμισμό λόγω του κοινωνικού τους ρόλου, σε αντίθεση με τις αναρχικές οργανώσεις (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια αμιγώς αναρχική οργάνωση ή ένας αναρχικός δεν μπορεί να γίνει ρεφορμιστής).Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, για να μπορέσει το συνδικάτο να πετύχει την όποια αλλαγή προς όφελος των εργαζόμενων, πρέπει να διαπραγματευτεί με τα αφεντικά. Αυτό σημαίνει ότι το συνδικάτο πρέπει κάτι να τους προσφέρει για κάθε βελτίωση που κερδίζει και αυτό το κάτι είναι η “εργατική πειθαρχία”. Κινδυνεύει δηλαδή το συνδικάτο να μετατραπεί σε διαμεσολαβητή μεταξύ εργαζόμενων και αφεντικών. Δημιουργείται έτσι μια τάση συγκέντρωσης της εξουσία στους διαμεσολαβητές/εκπροσώπους του συνδικάτου. Οι αναρχοσυνδικαλιστές θεωρούν ότι η ομοσπονδιακή δομή του συνδικάτου, η αυτοδιαχείριση και η ύπαρξη άμεσα ανακλητών εκπροσώπων μπορεί να αποτρέψει αυτά τα φαινόμενα.
Οι μη-συνδικαλιστές αναρχικοί θεωρούν ότι η ελευθεριακή δομή μπορεί να καθυστερήσει την ανάπτυξη γραφειοκρατικών τάσεων αλλά από μόνη της δεν αρκεί για τις αποτρέψει, τονίζοντας το παράδειγμα της γαλλικής CGT. Ακόμη και η ισπανική CNT παρουσίασε σημεία ρεφορμισμού, αναγκάζοντας τους αναρχικούς που συμμετείχαν να δημιουργήσουν τη FAI, για να τον αντιπαλέψει.
Καθώς αυξάνεται η επιρροή των συνδικάτων αυξάνεται ο αριθμός των μη-αναρχικών και μη-συνδικαλιστών που συμμετέχουν σ' αυτά. Οι τελευταίοι ενδιαφέρονται συνήθως περισσότερο για τις πρόσκαιρες παραχωρήσεις των αφεντικών παρά για την καταστροφή του καπιταλισμού και του κράτους. Αν το συνδικάτο μεγαλώσει αριθμητικά σε σχετικά ήρεμες περιόδους και τα περισσότερα μελη του δεν είναι αναρχοσυνδικαλιστές, λόγω της αυτοδιαχειριζόμενης μορφής του, θα στραφεί σε ρεφορμιστικές θέσεις και διεκδικήσεις. Οι αναρχοσυνδικαλιστές αντιτείνουν ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε αναρχική ομάδα ή οργάνωση συμμετέχει σε κοινούς αγώνες με μη αναρχικούς.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο πολλοί αναρχικοί δεν είναι αναρχοσυνδικαλιστές είναι το κατά πόσο τα συνδικάτα μπορούν από μόνα τους να οδηγήσουν στην αναρχία.
Το ότι τα συνδικάτα είναι από μόνα τους αρκετά σημαίνει την ενοποίηση του αναρχικού και του συνδικαλιστικού κινήματος, με το συνδικάτο να έχει το ρόλο τόσο της αναρχικής ομάδας όσο και της εργατικής ένωσης. Έτσι τίθεται το ζήτημα της αναγκαιότητας των αναρχικών οργανώσεων. Ενώ οι περισσότεροι αναρχικοί βλέπουν θετικά τον αναρχοσυνδικαλισμό, δεν προσυπογράφουν πλήρως τα προτάγματά του, καθώς στην καθαρή του μορφή, απορρίπτει τις αμιγώς αναρχικές οργανώσεις και θεωρεί το συνδικάτο ως το μόνο τρόπο κοινωνικού αγώνα και αναρχικής δράσης.
Παρόλα αυτά, η καθαρή μορφή συνδικαλισμού μάλλον περιγράφεται καλύτερα από τον όρο “επαναστατικός συνδικαλισμός”. Στη γαλλία, για παράδειγμα, ο όρος αναρχοσυνδικαλισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιδέα ότι τα συνδικάτα και οι αναρχικές ομάδες είναι αλληλοσυμπληρούμενα ενώ ο όρος “επαναστατικός συνδικαλισμός” χρησιμοποιείται για “καθαρό συνδικαλισμό”. Το παράδειγμα της CNT και της FAI ενισχύει αυτό τον ισχυρισμό.
Διαφωνίες υπάρχουν επίσης για το κατά πόσο η “γενική απεργία” αρκεί για να προκαλέσει την επανάσταση. Οι περισσότεροι αναρχικοί θεωρούν ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό τρόπο για να ξεκινήσει η κοινωνική επανάσταση θα ήταν όμως λάθος η απόρριψη της ένοπλης εξέγερσης. Είναι κάτι που δέχονται πολλοί αναρχοσυνδικαλιστές σήμερα και μιλούν για “απαλλοτριωτική γενική απεργία, καθαρά εξεγερσιακή”.
Δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι μια οργάνωση που δεν αποτελείται μόνο από αναρχικούς θα έχει αποκλειστικά αναρχικά χαρακτηριστικά. Από πολλούς αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα τόσο των αμιγώς αναρχικών ομάδων ή οργανώσεων όσο και η διάδοση των αναρχικών προταγμάτων μέσω ευρύτερων οργανώσεων. Θεωρούν ότι η ύπαρξη του ενός τύπου οργάνωσης δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης του άλλου και δεν είναι ανταγωνιστική ως προς αυτόν.
Παρά την εκατέρωθεν κριτική που έχει ασκηθεί θα πρέπει τονιστεί ότι στην πράξη οι περισσότεροι αναρχικοί στηρίζουν τις αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες και συμβάλλουν στη δημιουργία τους, και οι περισσότεροι αναρχοσυνδικαλιστές στηρίζουν ή συμμετέχουν σε αμιγώς αναρχικές ομάδες και οργανώσεις. Οι περισσότερες διαφωνίες πηγάζουν από το τρόπο αγώνα στον οποίο επιλέγει ο καθένας να δώσει έμφαση.
Επίλογος
Από τη “Συμμαχία” του Μπακούνιν μέχρι τη “Σιδερένια Φάλαγγα” των ισπανών συντρόφων, από τις ομάδες συγγένειας της FAI μέχρι τις σημερινές αναρχικές ομοσπονδίες, τα οργανωτικά εγχειρήματα των αναρχικών έχουν ως στόχο την όξυνση του κοινωνικού/ταξικού πολέμου, το συντονισμένο αγώνα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο και την ταυτόχρονη δημιουργία “ενός κόσμου ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης, μέσα στο κέλυφος του παλιού.”
Οι αναρχικοί βλέπουν την οργάνωση του αγώνα τους ως την πρακτική της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, ως ένα μέσο για την πραγμάτωση της ακρατικής, αταξικής κοινωνίας. Ένα παράδειγμα για όλους αυτούς που “δεν φαντάζονται ότι μια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αφέντες και υπηρέτες, χωρίς αρχηγούς και στρατιώτες”. Η αναρχική οργάνωση δεν αντιμάχεται την ελευθερία. Αντίθετα, θέτει τις βάσεις για την πραγμάτωσή της.
Τα παραπάνω εγχειρήματα δεν παρουσιάστηκαν ως στείρες ιστορικές αναφορές. Πρόκειται για μια κατάθεση των πόθων, των διλημμάτων, των αντιφάσεων και των εμπειριών των συντρόφων μας, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα τους ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Δε θέλουμε και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτή την παρακαταθήκη. Θεωρούμε ότι μπορεί να αποτελέσει γόνιμη συμβολή στις δικές μας αναζητήσεις και προβληματισμούς, στον αγώνα μας για την καταστροφή του υπάρχοντος και την πορεία μας προς μια ελεύθερη, αναρχική κοινωνία.