Η πρόσφατη διαμάχη σχετικά με τη συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα στο Θέατρο Πέτρας φανέρωσε και την αμηχανία των καλλιτεχνών μπροστά στο ρόλο του κοινωνικά ευαίσθητου εκφραστή των καιρών.
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ (d.anastasopoulos@eleftherotypia.net)
Τον Ιούνιο του 2010 ο Τζέλο Μπιάφρα, κάποτε ηγέτης του ιστορικού πανκ συγκροτήματος Dead Kennedys, βρέθηκε στο Gagarin μαζί με την μπάντα του, τους Guantanamo School of Medicine. Αφού είχε παίξει πάνω από μιάμιση ώρα, έκανε το καθιερωμένο διάλειμμα πριν βάλει φωτιά ξανά με τα παλιά τραγούδια των Kennedys. Τότε ακούστηκε και ένα σύνθημα από το κοινό «Λευτεριά σε όσους είναι στα κελιά», μια υπενθύμιση για την τότε περίοδο κυνηγιού που είχε ανοίξει η αντιτρομοκρατική. Το σύνθημα δεν αφορούσε τον Μπιάφρα. Όμως τόσα χρόνια στη σκηνή με μια αταλάντευτη πολιτική στάση κατά της εξουσίας, φρόντισε να ενημερωθεί για το τι σήμαινε και ύστερα πήρε το μικρόφωνο και είπε δυο κουβέντες για το αδιέξοδο της ατομικής ένοπλης δράσης κατά των κυβερνήσεων και την ανάγκη μιας οργανωμένης αντίστασης στις επιταγές τους.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Τίποτε παραπάνω από μια απόλυτη συνέπεια ανάμεσα στο λόγο και την πράξη. Ό,τι ακριβώς δε φαίνεται να διαθέτουν οι δικοί μας καλλιτέχνες που παίζουν το ρόλο του αλληλέγγυου στους κοινωνικούς αγώνες όποτε τους βολεύει.
Η κρίση δεν είχε μόνο τις γνωστές οικονομικές συνέπειες. Επηρέασε και άλλα πεδία, όπως, για παράδειγμα, τη μουσική σκηνή, όπου σε μια νύχτα οι μουσικοί αναγορεύτηκαν σε μπροστάρηδες του αγώνα. Βοήθησαν σε αυτό τα διάφορα αριστερά φεστιβάλ που τους καλούσαν σε ρόλο κράχτη. Αλλά το επιδίωξαν σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιοι, καθώς, σε μια εποχή όπου η βιομηχανία του λάιφσταϊλ κατέρρεε, το αγωνιστικό προφίλ εξασφάλιζε νέο κοινό. Ήταν η ώρα της εκδίκησης των έντεχνων, που στο κάτω κάτω πάντα έδειχναν κοινωνικές ευαισθησίες.
Κάπου εκεί η κατάσταση μπερδεύτηκε. Οι καλλιτέχνες ήταν πρόθυμοι να δείξουν αλά καρτ την αλληλεγγύη στον δοκιμαζόμενο λαό όταν τους καλούσαν στις καθιερωμένες συναυλίες συμπαράστασης. Η αμηχανία τους όμως ήταν έκδηλη όταν το ίδιο το κοινό απαιτούσε να ακουστεί η δική του φωνή και στις «εμπορικές» τους συναυλίες. Λογικό, οι καλλιτέχνες ήταν νεοσύλλεκτοι, αλλά το κοινό τούς είχε δώσει επαναστατικά παράσημα και απαιτούσε να φερθούν ανάλογα. Κάπως έτσι βρέθηκε και ένας έντεχνος να παραδεχτεί σε συναυλία κάποιου αριστερού φεστιβάλ ότι «εμείς παιδιά δεν ξέρουμε από αυτά», όταν πάνω στη σκηνή διαβάστηκε ένα κείμενο για τον τότε απεργό πείνας αναρχικό Κώστα Σακκά. Παρόμοια αμηχανία ένιωσε και ο Μάλαμας όταν οι διοργανωτές της συναυλίας απαγόρευσαν τους συνδικαλιστές καθηγητές να ανεβάσουν πανό με συνθήματα στη σκηνή του Θεάτρου Πέτρας. Το αποδεικνύει και η απάντηση του ίδιου, όπου αναφέρεται στο σεβασμό που έπρεπε να δείξει απέναντι στους 7.000 θεατές. Απλώς ας θυμηθεί ότι ο Μανού Τσάο, μπροστά σε ολόκληρο πλήθος το 2008 στη Μαλακάσα, επέτρεψε να διαβαστεί κείμενο υπεράσπισης των Ζαπατίστας χωρίς να ζητήσει την άδεια του κοινού. Ίσως γιατί αυτός ξέρει πολύ καλά για ποιον τραγουδάει.
Σε αντίθεση με την ελληνική σκηνή όπου αν συγκρίνει κανείς τον κατάλογο των καλλιτεχνών που συνόδευαν με συναυλίες την ολυμπιακή φλόγα το 2004 με αυτόν των καλλιτεχνών που φιγουράρουν στις αγωνιστικές παρεμβάσεις μετά μουσικής, θα ανακαλύψει αρκετά ίδια ονόματα. Αλλά, είπαμε, οι μουσικοί είναι ακόμα καινούργιοι στο παιχνίδι της αλληλεγγύης. Μόνο που κανείς δεν τους ανάγκασε να το παίξουν. Μόνοι τους προσφέρθηκαν να στηρίξουν όσους αγωνίζονται. Το μόνο που περιμένει κανείς είναι μια έντιμη στάση. Γιατί αλλιώς όσοι προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο ρόλο του απολιτικού διασκεδαστή και του στρατευμένου στους αγώνες απλώς τραγουδάνε, για να θυμίσουμε τον πάντα καίριο Βανεγκέμ, «με ένα πτώμα στο στόμα».
Περιοδικό Έψιλον (ένθετο Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας), τεύχος 1113, 22.09.2013
Ψηφιοποίηση από το έντυπο, δική μου.